Σαρλ Λενορμάν ( 1802-1859 )
Ο Charles Lenormant (εξελ.: Σαρλ Λενορμάν) ήταν Γάλλος αρχαιολόγος.
Γεννήθηκε στο Παρίσι την 1η Ιουνίου 1802. Μετά την αποφοίτησή του από το Λύκειο Καρλομάγνου, ξεκίνησε σπουδές νομικής, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση, καθώς ο πατέρας του ήταν συμβολαιογράφος. Ύστερα όμως από ταξίδι που πραγματοποίησε στις αρχές της δεκαετίας του 1820 στην Σικελία, όπου γνώρισε από κοντά τις ελληνικές αρχαιότητες, ο Lenormant αποφάσισε να εγκαταλείψει τη νομική και να ασχοληθεί με την αρχαιολογία. Το 1825 διορίστηκε έφορος των Καλών Τεχνών στον οίκο του βασιλιά Καρόλου Ι΄ της Γαλλίας και λίγο αργότερα παντρεύτηκε την Amélie Cyvoct, ανιψιά και θετή κόρη της Jacques Récamier (1777-1849), επιφανούς μέλους των φιλελληνικών κύκλων των Παρισίων. Οι δύο γυναίκες είχαν σημαντική επιρροή στην διαμόρφωση των πολιτικών, πνευματικών, πολιτισμικών και θρησκευτικών αντιλήψεων του Lenormant. Με την σύζυγό του απέκτησαν τέσσερα παιδιά, μεταξύ των οποίων τον μετέπειτα αρχαιολόγο, ελληνιστή και διακεκριμένο εκπρόσωπο της ασσυριολογίας στην Γαλλία, François Lenormant.
Το 1828 ο Lenormant είχε την τύχη να συνοδεύσει τον περίφημο αιγυπτιολόγο Jean-François Champollion στην Αίγυπτο. Από εκεί μετέβη στην επαναστατημένη Πελοπόννησο και εντάχθηκε, ως αναπληρωτής διευθυντής του Τμήματος Αρχαιολογίας, στο γαλλικό εκστρατευτικό σώμα, που είχε ως σκοπό την εκκαθάριση της περιοχής από τις τουρκο-αιγυπτιακές δυνάμεις. Το 1830 επέστρεψε στην Γαλλία και για σύντομο χρονικό διάστημα διετέλεσε διευθυντής του τμήματος Καλών Τεχνών του υπουργείου Εσωτερικών. Τα επόμενα χρόνια, ο Lenormant διετέλεσε διαδοχικά έφορος (curator) της Βιβλιοθήκης του Άρσεναλ των Παρισίων, αναπληρωτής έφορος (deputy curator) στο τμήμα νομισμάτων, έφορος στο τμήμα έντυπων βιβλίων και διευθυντής στο τμήμα νομισμάτων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας.
Το 1836 ο François Guizot, υπουργός Παιδείας και κάτοχος της έδρας Σύγχρονης Ιστορίας στη Σορβόννη, έδωσε την ευκαιρία στον Lenormant να διδάξει στο περίφημο πανεπιστήμιο Αρχαία Ιστορία. Το 1839 ο Lenormant εξελέγη μέλος της γαλλικής Ακαδημίας Επιγραφών και Γραμμάτων. Δύο χρόνια αργότερα, ο Guizot, ως υπουργός των Εξωτερικών, έστειλε τον Lenormant σε νέα ερευνητική αποστολή στην Ελλάδα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1840, όμως, ο Lenormant αναγκάστηκε να διακόψει την διδασκαλία στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης, ύστερα από διαμαρτυρίες φοιτητών για τον ρόλο, που έπαιξε στην απομάκρυνση του καθηγητή Ιστορίας, Edgar Quinet, από το Κολλέγιο της Γαλλίας. Στην συνέχεια, ο Lenormant ανέλαβε αρχισυντάκτης της γαλλικής επιθεώρησης Correspondant, θέση που διατήρησε έως το 1855. Το 1848 έγινε πρόεδρος της Επιτροπής Ιστορικών Μνημείων και το επόμενο έτος, μετά τον θάνατο του Γάλλου αρχαιολόγου Jean Antoine Letronne, εξελέγη καθηγητής Αρχαιολογίας στο Κολλέγιο της Γαλλίας. Απεβίωσε στις 22 Νοεμβρίου 1859 στην Αθήνα, ύστερα από σύντομη ασθένεια κατά την τελευταία, όπως αποδείχτηκε, περιοδεία του στην αργολική γη.
Κατά τη διάρκεια της πολυετούς ερευνητικής και ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας του, ο Lenormant επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους αρχαίους πολιτισμούς, τον ελληνικό και κυρίως τον αιγυπτιακό, αφήνοντας ως πλούσια παρακαταθήκη δεκάδες αυτοτελείς μελέτες και άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά (Annales de l'Institut Archéologique de Rome, Revue de Numismatique, Mémoires de l'Académie des Inscriptions κ.ά.). Τελευταία επιθυμία του ήταν να ταφεί στην περιοχή του Κολωνού, όπου είχε ζήσει και είχε διδάξει ο αρχαίος φιλόσοφος Πλάτων. Έτσι, ύστερα από απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου των Αθηνών, ο δήμαρχος Γεώργιος Σκούφος απηύθυνε επιστολή στον υιό του, François Lenormant, ζητώντας να ταφεί η καρδιά του πατέρα του σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο στην Ακαδημία Πλάτωνος, δίπλα σε μνημείο που είχε αναγερθεί προς τιμήν του Γερμανού ποιητή και φιλέλληνα, Wilhelm Müller. Πράγματι, η καρδιά του Lenormant τοποθετήθηκε σε μαρμάρινη λουτροφόρο υδρία, η οποία παρέπεμπε σε αρχαίο ταφικό μνημείο. Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου έγιναν το 1860 από τον ίδιο τον Σκούφο. Παρ’ όλα αυτά, τα επόμενα χρόνια το μνημείο υπέστη ανεπανόρθωτες ζημιές, καθώς χρησιμοποιήθηκε ως στόχος για σκοποβολή. Τελικά, το 1936, με πρωτοβουλία και πάλι του Δήμου Αθηναίων, ο γλύπτης και μετέπειτα καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, Μιχάλης Τόμπρος, φιλοτέχνησε αντίγραφο του μνημείου, που σήμερα δεσπόζει στον Λόφο Ιππίου Κολωνού.