Σαντόρε ντι Σανταρόζα ( 1783 - 1825 )
Ο Santorre di Santarosa (εξελ.: Σαντόρε ντι Σανταρόζα) ήταν Ιταλός στρατιωτικός και πολιτικός.
Γεννήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 1783 στο Σαβιλιάνο, πόλη της σημερινής βορειοδυτικής Ιταλίας, η οποία τότε ανήκε στο βασίλειο της Σαρδηνίας (γνωστότερο ως βασίλειο του Πεδεμοντίου). Ήταν γόνος οικογένειας, η οποία διέθετε τίτλο ευγένειας, δίχως όμως να είναι πλούσια.
Σε ηλικία μόλις 13 ετών κατατάχθηκε στον στρατό του Πεδεμοντίου, στον οποίο υπηρετούσε ως αξιωματικός (με τον βαθμό του συνταγματάρχη) ο πατέρας του. Τον Απρίλιο του 1796 έλαβε το βάπτισμα του πυρός, καθώς συμμετείχε στη μάχη του Μοντόβι απέναντι στα στρατεύματα του Ναπολέοντα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, πήρε μέρος στη μάχη του Μαρένγκο και πάλι με αντίπαλους τους Γάλλους, κατά τη διάρκεια της οποίας αιχμαλωτίστηκε.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική, σε μια περίοδο που το Πεδεμόντιο είχε περάσει στον έλεγχο των Γάλλων. Το 1807 εξελέγη δήμαρχος του Σαβιλιάνο. Το διάστημα 1812-1814 διετέλεσε υποδιοικητής της επαρχίας Λα Σπέτζια.
Με την ήττα του Ναπολέοντα και την αποκατάσταση του βασιλείου του Πεδεμοντίου, ο Santarosa επανήλθε στις τάξεις των ενόπλων δυνάμεων του Πεδεμοντίου, φέροντας τον βαθμό του λοχαγού. Το καλοκαίρι του 1815 πολέμησε ξανά εναντίον των Γάλλων, αυτή τη φορά στη μάχη της Γκρενόμπλ. Τον επόμενο χρόνο αποστρατεύθηκε και ανέλαβε ανώτατη πολιτική θέση στο Υπουργείο Στρατιωτικών και Ναυτικών του Πεδεμοντίου. Για τη στρατιωτική του σταδιοδρομία, αλλά και για τις άλλες υπηρεσίες που πρόσφερε στο Πεδεμόντιο, το 1820 του απονεμήθηκε ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος των Αγίων Μαυρικίου και Λαζάρου.
Ο Santarosa ήταν υποστηρικτής της εκδίωξης των Αυστριακών από την ιταλική χερσόνησο και της ενοποίησης της Ιταλίας υπό συνταγματικό καθεστώς. Συνδέθηκε με τους Ιταλούς καρμπονάρους και τον Μάρτιο του 1821 πρωτοστάτησε σε επαναστατικό κίνημα που εκδηλώθηκε στο Πεδεμόντιο, με κύριο αίτημα την παραχώρηση συντάγματος. Ο Santarosa ανέλαβε τη θέση του υπουργού Πολέμου στην κυβέρνηση των επαναστατών. Ωστόσο, το κίνημα γρήγορα κατεστάλη και ο ίδιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Πεδεμόντιο, αναζητώντας διαδοχικά καταφύγιο στην Ελβετία, στη Γαλλία και στη Μεγάλη Βρετανία.
Ενώ βρισκόταν στη Βρετανία, ήρθε σε επαφή με το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου και ανέπτυξε στενές σχέσεις με διάφορους επιφανείς Φιλέλληνες, ανάμεσά τους και τον λόρδο Βύρωνα. Υποστήριξε με θέρμη την Ελληνική Επανάσταση, τόσο λόγω της αγάπης του για το αρχαίο ελληνικό πνεύμα, όσο και επειδή πίστευε ότι οι μοίρες των Ελλήνων και των Ιταλών ήταν κοινές. Έτσι, έλαβε την απόφαση να μεταβεί στην επαναστατημένη Ελλάδα, όπου πράγματι έφτασε στο τέλος του 1824. Ωστόσο, λόγω της προηγούμενης επαναστατικής του δράσης στο Πεδεμόντιο, αντιμετωπίστηκε με καχυποψία από την προσωρινή ελληνική κυβέρνηση, η οποία ήθελε να αποφύγει τη σύνδεση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων με τον καρμποναρισμό. Αναμένοντας την απόφαση για το εάν και με ποιους όρους θα του επιτρεπόταν η ένταξη στις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, πραγματοποίησε μακρά περιοδεία, κατά τη διάρκεια της οποίας επισκέφθηκε πρωτίστως περιοχές με αρχαιολογικό ενδιαφέρον, όπως η Επίδαυρος, η Αίγινα, η Αθήνα και ο Μαραθώνας.
Τον Μάρτιο 1825, όταν πια ο Ιμπραήμ είχε αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο, στον Santarosa ανακοινώθηκε ότι θα γινόταν δεκτός στις τάξεις του ελληνικού στρατεύματος, στο οποίο όμως θα υπηρετούσε ως απλός στρατιώτης και όχι ως αξιωματικός. Επιπλέον, του ζητήθηκε να χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Derossi, ώστε να αποκρύπτεται κατά το δυνατόν η πραγματική του ταυτότητα. Στο τέλος Απριλίου, ως μέλος ομάδας περίπου 100 ανδρών, αποβιβάστηκε στη Σφακτηρία, την οποία πολιορκούσε ο Ιμπραήμ. Εκεί, πολέμησε ηρωικά απέναντι στις υπέρτερες τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις. Παρά το γεγονός ότι βρέθηκε κυκλωμένος και τραυματίστηκε σοβαρά, αρνήθηκε να παραδοθεί και συνέχισε να μάχεται. Στις 8 Μαΐου 1825 έπεσε νεκρός από εχθρική σφαίρα. Πολλά χρόνια αργότερα, στη Σφακτηρία αναγέρθηκε μνημείο προς τιμήν του.