Ροβέρτος Γκάλλι ( 1840-1931 )
Ο Roberto Galli (εξελ.: Ροβέρτος Γκάλλι) ήταν Ιταλός πολιτικός και δημοσιογράφος.
Γεννήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1840 στην Κιότζα της βορειοανατολικής Ιταλίας, περιοχή που τότε ήταν τμήμα της Αυστριακής Αυτοκρατορίας. Επηρεασμένος από το οικογενειακό του περιβάλλον (ο πατέρας ήταν καθηγητής λογοτεχνίας σε γυμνάσια της περιφέρειας του Βένετο), από νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη μελέτη της αρχαίας ιστορίας, της ιστορίας της τέχνης και της αρχιτεκτονικής. Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα και απέκτησε τα προσόντα του συμβολαιογράφου.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1860 συμμετείχε ενεργά στο κίνημα για την απελευθέρωση της ιδιαίτερης πατρίδας του από τους Αυστριακούς και την ενσωμάτωσή της στο πρόσφατα ιδρυθέν ιταλικό κράτος, στόχος που επιτεύχθηκε το 1866. Οι εμπειρίες από τον απελευθερωτικό αγώνα τον ώθησαν να εγκαταλείψει την καριέρα του συμβολαιογράφου και να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία. Το 1869 ίδρυσε στη Βενετία την καθημερινή εφημερίδα Il Tempo, την οποία διηύθυνε μέχρι το 1890. Από τις στήλες της εφημερίδας του υποστήριξε με πάθος τις δημοκρατικές ιδέες αλλά και την ανάγκη συνέχισης των προσπαθειών για την εδαφική επέκταση της Ιταλίας προς το Τρέντο, την Τεργέστη και τη Δαλματία που βρίσκονταν υπό αυστριακή κυριαρχία.
Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής της εκλογικής περιφέρειας της Κιότζια το 1886 και, με εξαίρεση το διάστημα 1897-1900, παρέμεινε μέλος της ιταλικής Βουλής έως το 1919, οπότε αποσύρθηκε από την πολιτική. Στη διάρκεια της κοινοβουλευτικής του σταδιοδρομίας διακρίθηκε για τις ρητορικές του ικανότητες και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, εκφράζοντας σταθερά την άποψη ότι η Ιταλία έπρεπε να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στη Μεσόγειο και στα Βαλκάνια. Από τον Δεκέμβριο του 1893 έως τον Μάρτιο του 1896 διετέλεσε υφυπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση του Francesco Crispi.
Με την έκρηξη του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, ο Galli αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους υποστηρικτές της Ελλάδας. Πρωτοστάτησε στη δημιουργία φιλελληνικού μετώπου, το οποίο αποσκοπούσε στην άσκηση επιρροής στην ιταλική κυβέρνηση, προκειμένου να υιοθετήσει στάση υπέρ των ελληνικών συμφερόντων. Απώτερος στόχος του ήταν να καταστεί εφικτή η παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης προς όφελος της Ελλάδας στη σύρραξη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατ’ επέκταση στην ευνοϊκή για την ελληνική πλευρά διευθέτηση του Κρητικού ζητήματος.
Στα χρόνια που ακολούθησαν συνέχισε να επιδεικνύει αμείωτο ενδιαφέρον για την εξέλιξη της κατάστασης στην Κρήτη, υποστηρίζοντας την ένωση του νησιού με την Ελλάδα τόσο σε ομιλίες του στην ιταλική Βουλή, όσο και με άρθρα του στον ιταλικό Τύπο. Διατήρησε σταθερή φιλελληνική στάση και κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913), οι οποίοι απέληξαν στον διπλασιασμό της έκτασης της ελληνικής επικράτειας, συμπεριλαμβανομένης της Κρήτης. Ενθουσιασμένος από αυτή την εξέλιξη, ο Galli απηύθυνε συγχαρητήριο τηλεγράφημα προς τον πρώτο γενικό διοικητή Κρήτη Λουκά Κανακάρη-Ρούφο εν όψει της επίσης τελετής ενσωμάτωσης της Κρήτης στην Ελλάδα: «Από τριάκοντα και πλέον ετών υποστηρίζω όση εμοί δύναμις την ένωσιν της ηρωικής Κρήτης μετά της Μητρός Πατρίδος Ελλάδος. Μετέχω επομένως της αγίας τελετής της αύριον με ενθουσιώσαν ψυχήν».
Σε αναγνώριση των υπηρεσιών που προσέφερε στην Ελλάδα, ο Δήμος Αθηναίων τον ανακήρυξε επίτιμο δημότη Αθηναίων και η ελληνική κυβέρνηση του απένειμε τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος.
Απεβίωσε στο Μπέργκαμο στις 19 Φεβρουαρίου 1931.