Λουίζα Ριανκούρ ( 1846-1941 )
Η Λουίζα Ριανκούρ (Louise Riencourt) γεννήθηκε στις αρχές Ιανουαρίου του 1846 στο Σεντ-Ντιντιέρ (Saint-Didier) στη νοτιοανατολική Γαλλία. Είχε ευγενική καταγωγή, καθώς ο πατέρας της ήταν Μαρκήσιος. Από νωρίς ήρθε σε επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό και θαύμασε τα επιτεύγματά του. Σε ηλικία πέντε ετών, μέσα από ένα άρθρο που διάβασε για την άλωση της Κωνσταντινούπολης και τον τελευταίο αυτοκράτορά της Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, άρχισε να ενδιαφέρεται για το Βυζάντιο και την ιστορία του. Όσο περνούσαν τα χρόνια το ενδιαφέρον της για την Ελλάδα μεγάλωνε. Παρά τα ρωμαιοκαθολικά της πιστεύω και την αποστροφή των γονέων της προς οτιδήποτε ελληνικό, η ίδια συμπαθούσε έντονα τους Έλληνες ως λαό, ιδίως για τα δεινά που υπέστησαν εξαιτίας της μακραίωνης τουρκικής κατάκτησης. Έμαθε μόνη της τα ελληνικά, ενώ συναναστρεφόταν με διαπρεπείς Έλληνες που επισκέπτονταν συχνά τη Γαλλία.
Σε νεαρή ακόμη ηλικία και παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς της πήρε την απόφαση να ταξιδέψει στην Ελλάδα, την οποία αγάπησε ειλικρινά αναπτύσσοντας έντονα φιλελληνικά αισθήματα. Το χρονικό διάστημα που παρέμεινε στην Αθήνα γνωρίσθηκε με τις σημαντικότερες οικογένειες της αθηναϊκής κοινωνίας και συνδέθηκε μαζί τους με βαθιά φιλία. Το 1877 παντρεύθηκε τον πλούσιο γαιοκτήμονα κόμη Ολιβιέ ντε Ριανκούρ και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Ραούλ και την Ελίζα. Ωστόσο δεν σταμάτησε τη φιλελληνική της δράση και επέστρεψε ξανά στην Ελλάδα, αναλαμβάνοντας πλήθος πρωτοβουλιών για την ανάδειξη και την υπεράσπιση των ελληνικών εθνικών διεκδικήσεων.
Έτσι το 1896 πήραν με τον σύζυγό της την απόφαση, ανάμεσα σε αρκετές χώρες, να εγκατασταθούν μόνιμα στην Ελλάδα επηρεασμένοι αμφότεροι από το δυσμενές πολιτικό κλίμα που είχε διαμορφωθεί στη Γαλλία. Παίρνοντας αυτή την απόφαση, καλλιέργησαν από νωρίς τις γνωριμίες τόσο με Έλληνες, εγκατεστημένους ή παρεπιδημούντες στο Παρίσι, όσο και με φορείς που αγωνίζονταν για τα δίκαια του Ελληνισμού. Ένας εξ αυτών υπήρξε ο γνωστός λόγιος, ποιητής και πεζογράφος Δημήτριος Βικέλας. Ο Βικέλας είχε ιδρύσει τον «Σύλλογο προς διάδοσιν των ελληνικών Γραμμάτων», τον οποίο άρχισε να ενισχύει σημαντικά η Ριανκούρ για το επιτελούμενο εθνικό του έργο (ίδρυση σχολείων, επιμόρφωση εκπαιδευτικών, έκδοση βιβλίων) ενώ το 1900 η Γαλλίδα κόμισσα ανακηρύχθηκε επίτιμο μέλος του.
Την ίδια εποχή η Ριανκούρ ήρθε σε επαφή με τον πανεπιστημιακό Νεοκλή Καζάζη, Καθηγητή στην έδρα Φιλοσοφίας του Δικαίου και Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος μαζί με ομοϊδεάτες του ίδρυσε την Εταιρεία «Ελληνισμός» με πλουσιότατη εθνική δράση και σκοπό να διαπαιδαγωγήσει το Έθνος, εκδίδοντας το ομώνυμο περιοδικό με παράρτημα στη Γαλλία.
Μετά την απώλεια του συζύγου της η Ριανκούρ προέβη από κοινού με τον γιο της, κόμη Ραούλ, σε ενέργειες για την πολιτογράφησή τους. Τα έτη 1901 και 1902 ο γιος της και η ίδια, αντίστοιχα, εγγράφονται στο δημοτολόγιο του Δήμου Αθηναίων, πολιτογραφούνται Έλληνες και εγκαθίστανται πλέον μόνιμα στην Ελλάδα. Το σπίτι της γρήγορα μετατράπηκε σε πόλο έλξης για τους πρίγκιπες, τους ευγενείς και ολόκληρη την καλή κοινωνία της πόλης ενώ τα καλοκαίρια προτιμούσε να τα περνά στο αριστοκρατικό προάστιο της Κηφισιάς. Δεν ήταν λίγες οι φορές που την επισκέπτονταν ο Στέφανος και ο Ίων Δραγούμης, όπως και ο Παύλος Μελάς. Μαζί συζητούσαν για τα προβλήματα των Μακεδόνων, ιδιαίτερα για την ίδρυση σχολείων, για την αποκατάσταση ντόπιων Μακεδόνων που πένονταν λόγω καταστροφής των περιουσιών τους από τις βουλγαρικές επιθέσεις, όπως και για τις σπουδές παιδιών από τη Μακεδονία στην ελεύθερη Ελλάδα. Η ίδια διέθετε συνεχώς χρήματα για τον σχηματισμό ανταρτικών ομάδων, όπως Κρητών το 1903 υπό τον Παύλο Μελά, καθώς και για στρατιωτικές αποστολές.
Σε όλη τη διάρκεια της μακράς ζωής της η κόμισσα Ριανκούρ διακρίθηκε για τη φιλανθρωπία της και τις πάμπολλες χορηγίες της ενώ ταυτοχρόνως ασχολήθηκε με τη διοργάνωση φιλανθρωπικών χορών και εκδηλώσεων με στόχο την ανακούφιση των αναξιοπαθούντων αλλά και των ορφανών. Η δραστηριότητά της ήταν πολύπλευρη: Χορηγούσε βραβεία σε άπορους αριστούχους μαθητές, στήριζε οικονομικά το Νοσοκομείο «Αγία Ελένη» καθώς και το Άσυλο Ανιάτων που απευθυνόταν σε άτομα με ανίατες και χρόνιες ασθένειες, έκανε υπέρογκες δωρεές σε συλλόγους και συνδέσμους. Η Ριανκούρ, ωστόσο, δεν ενδιαφερόταν μόνο για το μέλλον της Μεγάλης Ελλάδας αλλά και για το παρελθόν της, επιχειρώντας να συμβάλει στη διάσωση της εθνικής πολιτιστικής της κληρονομιάς καθώς και στη διασύνδεσή της με την ιστορία του νεοελληνικού κράτους. Στο πλαίσιο αυτό, δώρισε στο Νομισματικό Μουσείο μια πολύτιμη συλλογή σπάνιων βυζαντινών νομισμάτων, την οποία αγόρασε έναντι υπέρογκου ποσού από τη χήρα του Ρώσου προξένου και συλλέκτη Τρογιάνσκι και η οποία φέρει μέχρι σήμερα το όνομά της. Προσέφερε επίσης ένα τεράστιο για την εποχή χρηματικό ποσό στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, υπέρ της εκκλησίας του Παναγίου Τάφου, ενώ σε διαθήκη της άφησε το ένα όγδοο της περιουσίας της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως για τις ανάγκες του Ελληνισμού.
Επιπλέον η κόμισσα Λουίζα Ριανκούρ ίδρυσε και συντηρούσε σχολές και ευαγή ιδρύματα, όπως την «Ελληνική Βασιλική Σχολή Χειροτεχνημάτων» προκειμένου να αποκτήσουν οι γυναίκες επαγγελματικές δεξιότητες. Βοήθησε ακόμη τον Σύλλογο «Εργάνη Αθηνά» γυναικείας λαϊκής τέχνης καθώς και το Λύκειο Ελληνίδων.
Η κόμισσα Ριανκούρ πέθανε σε βαθιά γεράματα στην Αθήνα, στις 27 Φεβρουαρίου του 1941, λίγο πριν τη γερμανική κατοχή.