Γεώργιος Κάννινγκ ( 1770-1827 )
Ο George Canning (εξελ.: Γεώργιος Κάννινγκ) ήταν επιφανής Βρετανός πολιτικός.
Γεννήθηκε στις 11 Απριλίου 1770 στο Λονδίνο από γονείς ιρλανδικής καταγωγής. Σε ηλικία ενός έτους, έμεινε ορφανός από πατέρα. Την ανατροφή του ανέλαβε ένας εύπορος θείος του, με την οικονομική υποστήριξη του οποίου φοίτησε στο φημισμένο Κολλέγιο του Ήτον. Κατόπιν, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Άσκησε για μικρό διάστημα το δικηγορικό επάγγελμα, αλλά πολύ γρήγορα στράφηκε στην πολιτική, για την οποία είχε αναπτύξει από νωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής με την παράταξη των Τόρις το 1793, σε ηλικία μόλις 23 ετών. Οι εξαιρετικές ρητορικές του ικανότητες τον κατέστησαν σύντομα σημαίνον στέλεχος του κόμματός του. Τον Νοέμβριο του 1795 διορίστηκε υφυπουργός Εξωτερικών, αξίωμα που διατήρησε έως τον Απρίλιο του 1799. Από τον Μάρτιο του 1807 έως τον Οκτώβριο του 1809, σε μια κρίσιμη καμπή των Ναπολεόντειων Πολέμων, διετέλεσε υπουργός Εξωτερικών.
Επανήλθε στη θέση του υπουργού Εξωτερικών τον Σεπτέμβριο του 1822, διαδεχόμενος τον λόρδο Castlereagh, ο οποίος είχε αυτοκτονήσει τον προηγούμενο μήνα. Ως επικεφαλής της βρετανικής διπλωματίας, ο Canning κλήθηκε να διαχειριστεί, ανάμεσα στα άλλα θέματα εξωτερικής πολιτικής, την Ελληνική Επανάσταση που είχε ξεσπάσει στις αρχές του 1821. Η προσέγγισή του στο ελληνικό ζήτημα ήταν διαφορετική από εκείνη του προκατόχου του. Ο Castlereagh ήταν προσκολλημένος στο δόγμα της διαφύλαξης της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έτσι ώστε να χρησιμεύει ως αποτελεσματικό ανάχωμα απέναντι στην προσπάθεια της Ρωσίας να επεκταθεί προς νότο. Αντίθετα, ο Canning τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας ελληνικού κράτους, διαβλέποντας ότι αυτή η εξέλιξη θα εξυπηρετούσε τα βρετανικά συμφέροντα στην ανατολική Μεσόγειο. Σε αυτό το πλαίσιο, φρόντισε για τη μεταστροφή της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής προς θέσεις ευνοϊκότερες για τους Έλληνες.
Μία από τις πρώτες εκδηλώσεις του νέου –φιλελληνικού– ανέμου που έπνεε στο Λονδίνο υπήρξε η αναγνώριση, από τη βρετανική πλευρά, του ναυτικού αποκλεισμού που είχαν επιβάλει οι Έλληνες στις οθωμανοκρατούμενες ακτές του Ιονίου Πελάγους. Ωστόσο, ο Canning δεν θέλησε να αναλάβει συμβατικές δεσμεύσεις απέναντι στους Έλληνες, κι έτσι το καλοκαίρι του 1825 απέρριψε την «Πράξη Υποταγής» (Act of Submission), την οποία υπέβαλε στο Λονδίνο το επαναστατημένο έθνος σε μία εξαιρετικά δύσκολη καμπή του αγώνα. Αντίθετα, ευνόησε την παροχή δύο δανείων, το 1824 και κατόπιν το 1825, από βρετανικές τράπεζες προς την επαναστατική ελληνική κυβέρνηση, ονομαστικού κεφαλαίου 800 χιλιάδων και 2 εκατομμυρίων λιρών Αγγλίας αντίστοιχα.
Παράλληλα, ο Canning επιζήτησε τη συνεννόηση με τη Ρωσία με σκοπό τη διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος. Κατόπιν δικών του πρωτοβουλιών, ξεκίνησαν βρετανορωσικές διαπραγματεύσεις, οι οποίες στις 4 Απριλίου 1826 κατέληξαν στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης. Επρόκειτο για την πρώτη διεθνή πράξη που προνοούσε την ίδρυση αυτόνομου ελληνικού κράτους, το οποίο προβλεπόταν να παραμείνει φόρου υποτελές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο Canning συνέχισε τις διπλωματικές προσπάθειές του, τις οποίες μάλιστα ενέτεινε όταν τον Απρίλιο του 1827 ανέλαβε την πρωθυπουργία. Επιστέγασμα αυτών των ενεργειών υπήρξε η υπογραφή, στις 6 Ιουλίου 1827, της Συνθήκης του Λονδίνου ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία, τη Ρωσία και τη Γαλλία. Η Συνθήκη επαναλάμβανε τους όρους του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης, προσθέτοντας όμως μία κρίσιμη παράμετρο: οι τρεις Δυνάμεις δήλωναν πρόθυμες να επιβάλουν τις αποφάσεις τους ακόμα και με τη δύναμη των όπλων. Ήταν η συμβατική βάση, πάνω στην οποία εξελίχθηκε τον Οκτώβριο του ίδιου έτους η –σωτήρια για την Ελληνική Επανάσταση– ναυμαχία του Ναβαρίνου. Ωστόσο, ο Canning δεν ήταν πια στη ζωή. Πέθανε στις 8 Αυγούστου 1827, έχοντας παραμείνει μόλις 119 ημέρες στο αξίωμα του πρωθυπουργού του Ηνωμένου Βασιλείου.