Εδουάρδος Κόδριγκτον ( 1770-1851 )
Ο Edward Codrington (εξελ.: Εδουάρδος Κόδριγκτον) ήταν Βρετανός ναύαρχος.
Γεννήθηκε στις 27 Απριλίου 1770 στο Ντόντιγκτον της Αγγλίας. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και γαιοκτημόνων, η οποία είχε μακρά στρατιωτική και πολιτική παράδοση. Δεν γνώρισε τη μητέρα του, καθώς εκείνη πέθανε κατά τη διάρκεια του τοκετού. Σε ηλικία πέντε ετών έμεινε ορφανός και από πατέρα. Την ανατροφή του ανέλαβε ο θείος του πατέρα του Christopher Bethell.
Σε ηλικία 13 ετών κατετάγη στο βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, όπου ακολούθησε πολύχρονη και λαμπρή καριέρα αξιωματικού. Διακρίθηκε ιδιαίτερα κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους, με αποκορύφωμα τη συμμετοχή του, ως κυβερνήτης του πλοίου «Orion», στη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ (21 Οκτωβρίου 1805). Έλαβε επίσης μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του αμερικανοβρετανικού πολέμου του 1812-1815. Το 1814 προήχθη σε υποναύαρχο και το 1821 σε αντιναύαρχο. Σε αναγνώριση των υπηρεσιών του προς το Ηνωμένο Βασίλειο, το 1815 του απονεμήθηκε το παράσημο του Ιππότη Ταξιάρχη του Τάγματος του Λουτρού και το 1821 ο Χρυσός Στρατιωτικός Σταυρός. Τον Φεβρουάριο του 1822 εξελέγη Εταίρος της Βασιλικής Εταιρείας.
Από το 1822 έως το 1826 υπηρέτησε σε διάφορες επιτελικές θέσεις του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού. Στο διάστημα αυτό άρχισε να αναπτύσσει φιλελληνική δράση. Υπήρξε συνδρομητής του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου και συνέβαλε στους εράνους που κατά καιρούς διοργανώθηκαν από αυτό.
Τον Δεκέμβριο του 1826 διορίστηκε διοικητής του βρετανικού στόλου της Μεσογείου. Δύο μήνες αργότερα κατάπλευσε στη Μάλτα, η οποία θα αποτελούσε την κύρια βάση του. Εκεί, πληροφορήθηκε την υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία (6 Ιουλίου 1827), η οποία περιλάμβανε μυστικό άρθρο που προέβλεπε την από κοινού ένοπλη παρέμβαση των τριών Δυνάμεων σε περίπτωση που οι εμπόλεμοι Έλληνες και Οθωμανοί αρνούνταν να συμμορφωθούν προς τους όρους της. Πάνω σε αυτή τη βάση, λίγο αργότερα ο Codrington έλαβε εντολή να πλεύσει, τιθέμενος επικεφαλής βρετανικής ναυτικής μοίρας, από τη Μάλτα προς τις ακτές της Πελοποννήσου, όπου θα συναντούσε αντίστοιχες γαλλικές και ρωσικές μοίρες.
Ο Codrington ανέλαβε τη διοίκηση του συμμαχικού στόλου, καθώς ως αντιναύαρχος ήταν ιεραρχικά ανώτερος από τους επικεφαλής των γαλλικών και ρωσικών δυνάμεων, υποναυάρχους Henri de Rigny και Lodewijk van Heyden αντίστοιχα. Από αυτή τη θέση, ηγήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1827 της σύγκρουσης με τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο του Ιμπραήμ που ναυλοχούσε στον κόλπο του Ναβαρίνου. Το αποτέλεσμα της ναυμαχίας ήταν συντριπτικό εις βάρος των Τουρκοαιγυπτίων, η αρμάδα των οποίων καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς.
Ο Codrington δέχθηκε κριτική στη Βρετανία για τις ενέργειές του στο Ναβαρίνο, καθώς του αποδόθηκε η μομφή ότι είχε υπερβεί τις οδηγίες που του είχαν δοθεί και οι οποίες δεν προέβλεπαν τη χρήση όπλων. Η πραγματική αιτία της κριτικής ήταν ότι στο Λονδίνο δημιουργήθηκε ο φόβος πως η ναυμαχία του Ναβαρίνου ενίσχυε τη θέση της Ρωσίας, η οποία επιδίωκε γενικευμένη σύρραξη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έτσι, το 1828 η βρετανική κυβέρνηση αφαίρεσε από τον Codrington τη διοίκηση του στόλου της Μεσογείου και τον ανακάλεσε στα πάτρια. Ωστόσο, στο μεταξύ του είχε απονεμηθεί ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Λουτρού.
Το 1831 ανέλαβε τη διοίκηση εκπαιδευτικής μοίρας του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού στη Μάγχη. Τον Ιανουάριο του 1837 προήχθη σε ναύαρχο. Από τον Νοέμβριο του 1839 έως τον Δεκέμβριο του 1842 διετέλεσε αρχηγός του βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού. Το 1832 εξελέγη μέλος της Βουλής των Κοινοτήτων, αξίωμα που διατήρησε έως το 1839.
Απεβίωσε στο Λονδίνο στις 28 Απριλίου 1851, την επόμενη ημέρα των 81ων γενεθλίων του. Ενόσω βρισκόταν εν ζωή, το ελληνικό κράτος τον τίμησε με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Σωτήρος, τον οποίο του απένειμε ο βασιλιάς Όθων.