Αντώνιος Φράττης ( 1845-1897 )

Ιταλία

Ο Antonio Fratti (εξελ.: Αντώνιος Φράττης) ήταν Ιταλός πολιτικός, νομικός και αρθρογράφος.

Γεννήθηκε στις 15 Μαΐου 1845 στο Φορλί της Ιταλίας, το οποίο τότε ανήκε στο Παπικό Κράτος. Μεγάλωσε μέσα στο περιβάλλον της πολιτικής και ιδεολογικής έξαψης που είχαν δημιουργήσει οι επαναστάσεις του 1848, οι οποίες εκδηλώθηκαν σε πολλές χώρες της δυτικής Ευρώπης. Ειδικά στην περίπτωση της Ιταλικής Χερσονήσου, ο φιλελεύθερος χαρακτήρας αυτών των επαναστάσεων συμπληρωνόταν από την επιδίωξη της εθνικής ολοκλήρωσης, το οποίο λάμβανε τη μορφή του αιτήματος της ιταλικής ενοποίησης. Η ίδρυση του Βασιλείου της Ιταλίας το 1861 αποτέλεσε την πρώτη δικαίωση αυτού του αιτήματος.

Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Παράλληλα με την επαγγελματική του ενασχόληση με τη δικηγορία, δημοσίευε άρθρα γνώμης σε διάφορες εφημερίδες. Οι πολιτικές του απόψεις προσέγγιζαν εκείνες του Giuseppe Mazzini. Σε αυτό το πλαίσιο, ανέλαβε την αντιπροεδρία του Ομίλου Giuseppe Mazzini στο Φορλί. Υπήρξε επίσης διευθυντής της εφημερίδας Il Dovere, η οποία εντασσόταν στο ίδιο ιδεολογικό περιβάλλον.

Ο Fratti γοητεύτηκε από το πατριωτικό κήρυγμα του Giuseppe Garibaldi και ήδη από τα μέσα της δεκαετία του 1860 εντάχθηκε στο εθελοντικό στρατιωτικό σώμα των Γαριβαλδινών. Ως μέλος αυτού του σώματος, το 1866 έλαβε ενεργά μέρος στον Τρίτο Πόλεμο της Ιταλικής Ανεξαρτησίας στην περιοχή του Τρεντίνο και τον επόμενο χρόνο στη μάχη της Μεντάνα.

Η ενεργή ενασχόληση του Fratti με την πολιτική κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1890, οπότε διετέλεσε μέλος της ιταλικής Βουλής από το 1892 έως το 1895. Εξελέγη επίσης βουλευτής τον Μάρτιο του 1897 με τη σημαία του Ιταλικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Αμέσως μετά την επιτυχία του στις εκλογές του 1897, ο Fratti αποφάσισε να συμμετάσχει ως εθελοντής στο σώμα των Γαριβαλδινών ερυθροχιτώνων, υπό τον Ricciotti Garibaldi (γιό του Giuseppe Garibaldi), το οποίο σχηματίστηκε με σκοπό να συνδράμει τους Έλληνες στον ελληνοτουρκικό πόλεμο που ξέσπασε τον Απρίλιο του ίδιου έτους.

Ο Fratti, μαζί με εκατοντάδες άλλους Γαριβαλδινούς (ανάμεσά τους, ακόμα επτά συναδέλφους του βουλευτές), έφτασε στο λιμάνι του Πειραιά και προωθήθηκε προς το μέτωπο των πολεμικών επιχειρήσεων. Έλαβε μέρος στη μάχη του Δομοκού (5 Μαΐου 1897), στην οποία σκοτώθηκε.

Το άγγελμα του θανάτου του προκάλεσε βαθιά συγκίνηση στην ελληνική κοινή γνώμη. Ο πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Αλέξανδρος Ζαΐμης, σε τηλεγράφημα που απηύθυνε στον πρόεδρο της ιταλικής Βουλής Giuseppe Zanardelli, διαβεβαίωσε ότι το όνομα του Fratti θα έμενε για πάντα χαραγμένο στις καρδιές των Ελλήνων δίπλα σε εκείνο ενός άλλου μεγάλου Φιλέλληνα, του Santorre di Santarosa, ο οποίος επίσης είχε δώσει τη ζωή του για την ελευθερία των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης. Αναγνωρίζοντας τη μεγάλη προσφορά του Fratti προς την Ελλάδα, ο Δήμος Αθηναίων απέστειλε συλλυπητήριο τηλεγράφημα στην οικογένειά του, στο οποίο υπογραμμιζόταν ότι η θυσία του Fratti  είχε γίνει στον βωμό ιερού αγώνα. «Η Ελλάς ευγνωμονούσα» κατέληγε το τηλεγράφημα «θα αναγράψη το όνομά του μεταξύ των ηρώων και αγαπητήν και αιωνίαν θα τηρήση την μνήμην αυτού».

Ο Fratti τάφηκε στον Δομοκό. Το καλοκαίρι του 1902 τα οστά του μεταφέρθηκαν με μεγάλες τιμές από την Ελλάδα στην Ιταλία και εναποτέθηκαν στο κοιμητήριο του Φορλί.